Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι αρραβώνες

См. также в других словарях:

  • ἀρραβῶνες — ἀρραβών earnest money masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρραβώνας — αρραβώνας, ο και αρραβώνα, η 1. προκαταβολή σε χρήμα ή είδος, στο κλείσιμο κάποιας συμφωνίας, για εγγύηση, καπάρο: Του δωσα για αρραβώνα χίλια ευρώ. 2. το δαχτυλίδι που φορούν οι μνηστευμένοι από τη μέρα της μνηστείας, η βέρα, αλλά και η ίδια η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Gregorios Xenopoulos — (* 9. Dezember 1867 in Konstantinopel; † 14. Januar 1951 in Athen) war ein griechischer Schriftsteller. Biographie Xenopoulos Vater Dionysios stammte von der ionischen Insel Zakynthos, seine Mutter Eulalia war gebürtige Konstantinopolitin. Seine… …   Deutsch Wikipedia

  • Xenopoulos — Gregorios Xenopoulos (* 9. Dezember 1867 in Konstantinopel; † 14. Januar 1951 in Athen) war ein griechischer Schriftsteller. Biographie Xenopoulos Vater Dionysios stammte von der ionischen Insel Zakynthos, seine Mutter Eulalia war gebürtige… …   Deutsch Wikipedia

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • κοινοποιώ — (AM κοινοποιῶ, έω) [κοινοποιός] κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση τής κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν… …   Dictionary of Greek

  • σπόνζα — τὰ, Μ οι αρραβώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sponsa / spons alia «τα δώρα τού αρραβώνα»] …   Dictionary of Greek

  • Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… …   Dictionary of Greek

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός, Βασίλειος — (13ος αι.). Ποιητής. Τα ποιήματά του αναφέρονται στους αρραβώνες του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη με την Άννα, κόρη του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’, και θυμίζουν δημοτικά γαμήλια τραγούδια …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»